κλονήσει

κλονήσει
κλόνησις
agitation
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
κλονήσεϊ , κλόνησις
agitation
fem dat sg (epic)
κλόνησις
agitation
fem dat sg (attic ionic)
κλονέω
drive tumultuously
aor subj act 3rd sg (epic)
κλονέω
drive tumultuously
fut ind mid 2nd sg
κλονέω
drive tumultuously
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κλόνηση — Κίνηση του άξονα της Γης, που εκδηλώνεται ως μία από τις συνέπειες της έλξης της Σελήνης. Όπως η κίνηση της μετάπτωσης των ισημεριών έχει ως συνέπεια τη μετάθεση της τομής του ισημερινού με την εκλειπτική κατά την ανάδρομη φορά, σε περίοδο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”